- αλλόκλαστο
- Ορυκτό, που παρουσιάζεται σε κρυστάλλους του ρομβικού συστήματος και τις περισσότερες φορές σε ραβδοειδή συσσωματώματα. Έχει λάμψη μεταλλική, χρώμα χαλυβδόφαιο, σκληρότητα 4-5 και ειδ. βάρος 6,2-6,6. Πρόκειται για ένωση θείου, κοβαλτίου, σιδήρου, αρσενικού και βισμουθίου. Πλούσια κοιτάσματα α. υπάρχουν στην Τρανσυλβανία και στη Γαλλία.
Dictionary of Greek. 2013.